- ονείδιστος
- ὀνείδιστος, -ίστη, -ον (Α) [ονειδίζω]1. αξιοκατάκριτος2. αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχρός.επίρρ...ὀνειδίστως (Α)1. με αξιοκατάκριτο τρόπο2. με αισχρό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) … Dictionary of Greek